Στις 18/9/2013 δολοφονείται στο Κερατσίνι από χρυσαυγίτη ο αντιφασίστας Παύλος Φύσσας. Και λίγες μόνο μέρες αργότερα, μέρος της ηγεσίας των νεοναζί της χρυσής αυγής βρίσκεται προφυλακισμένο, μπάτσοι συλλαμβάνονται και γνωστές ρατσιστοπερσόνες του κέντρου της αθήνας διώκονται. Την αρχική έκπληξη μπροστά στα γεγονότα διαδέχτηκαν άκοπα και γρήγορα οι επιλήσμονες πανηγυρισμοί όλων αυτών που θυμήθηκαν διαμιάς πόσο αντιφασίστες είναι και ήταν. Δημοσιολογούντες και δημοσιογράφοι, πολιτικοί και ιδιοκτήτες εφημερίδων, όλοι, από πάντα, είχαν επισημάνει τον κίνδυνο. Κι από την άλλη, πάλι μπροστά στα ίδια γεγονότα, μια αμηχανία να καλύπτει τους δισταγμούς της πίσω από την βεβαιότητα ότι τίποτα δεν άλλαξε. Κι όμως κάτι ίσως να έχει αλλάξει, αλλά ας αρχίσουμε πρώτα με τη λήθη..
«Στην αρχή με ρώτησαν ‘Από πού είσαι;’. Από τη Σομαλία τους είπα. Με το που απάντησα, πήγαν να τραβήξουν την κόρη μου μακριά μου. Με χτύπησαν στο κεφάλι με ένα ρόπαλο. Έπεσα κάτω αιμορραγώντας. Μόλις με είδαν να πέφτω κάτω έτσι, έφυγαν τρέχοντας. Οι άνθρωποι που ήταν εκεί είδαν το περιστατικό αλλά κανείς τους δε με βοήθησε»(1)
Αυτά λέει η Μίνα Αχμάντ, 20χρονη από τη Σομαλία, που τον Οκτώβριο του 2011 δέχτηκε ρατσιστική επίθεση κοντά στον Αγ. Παντελεήμονα. Το πρώτο ζήτημα λοιπόν είναι να θυμόμαστε. Να θυμόμαστε όλα εκείνα τα θύματα που δεν αναγνωρίστηκαν σαν τέτοια, εκείνους και εκείνες που δεν κρίθηκαν άξιοι του πένθους της ελληνικής κοινωνίας. Εκείνες και εκείνους που υπέστησαν τη βία, την τρομοκρατία και τον εκφοβισμό των φασιστών χωρίς ποτέ αυτό να γίνει θέμα συζήτησης σε κανάλια και εφημερίδες. Τον Σαχζάτ Λουκμάν που δολοφονήθηκε τον περασμένο Ιανουάριο στα Πετράλωνα, τους μαχαιρωμένους από την αγανακτισμένη ρατσίστρια κάτοικο Θέμιδα Σκορδέλη, τον Αλίμ Αμπντούλ Μανάν που δολοφονήθηκε στο ρατσιστικό πογκρόμ του Μαϊου του 2011. Να θυμόμαστε τον Τάσο και τον Αλέξη και το ‘πού πάτε ρε παλιοπούστηδες’ που τους απεύθυναν οι φασίστες πριν αρχίσουν τα χτυπήματα(2). Να θυμόμαστε τους ρατσιστικούς και ομοφοβικούς τραμπουκισμούς και απειλές χριστεπώνυμου όχλου και φασιστών έξω από το θέατρο χυτήριο. Να θυμόμαστε την επίθεση στους Αιγύπτιους ψαράδες στο Πέραμα και το θάνατο από άγριο ξυλοδαρμό από τον εργοδότη του, του Μοχαμάντ Σαλάμ στα Γλυκά Νερά.
Να θυμόμαστε για ν’ αναρωτηθούμε γιατί το κοντέρ άρχισε να μετράει από τώρα, από τη στιγμή που χύθηκε ελληνικό αίμα. Γιατί τόσα και τόσα ρατσιστικά εγκλήματα έμεναν ανεξιχνίαστα ή αποδίδονταν εύκολα σε ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και γενικά σε ο,τιδήποτε άλλο πέρα από το ρατσιστικό μίσος. Επειδή η ελληνική κοινωνία, που τώρα είναι στα κάγκελα και δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που την βρήκε, είναι ρατσιστική. Και τον ρατσισμό της τον έδειχνε, εξάλλου, καθημερινά: στο δρόμο, στη δουλειά, στο σχολείο, όταν ψήφιζε. Ήταν εκεί, πάντοτε, για να θέτει το όριο μεταξύ νόμιμης και παράνομης ζωής και να νομιμοποιεί με αυτόν τον τρόπο την άσκηση βίας πάνω σε κάποια σώματα, αυτά που είναι πάντα των Άλλων. Γι αυτό και δεν γράφτηκαν τόσα άρθρα για τα περιστατικά αυτά. Γι αυτό δεν έγιναν πορείες με μαζική συμμετοχή. Γι αυτό δεν διερευνήθηκε η σχέση των δολοφόνων με το κόμμα της χρυσής αυγής: γιατί οι έλληνες είναι ρατσιστές. Και η χρυσή αυγή γέννημα θρέμμα αυτής της κοινωνίας.
Πέρα από τα θύματα λοιπόν, καλό είναι να μην ξεχνάμε και τους θύτες. Αυτούς που γέλασαν με την καρδιά τους σα σωστοί έλληνες άνδρες μετά τη σεξιστική επίθεση στη Λιάνα Κανέλλη, αυτούς που κραύγαζαν σε τηλεοράσεις και εφημερίδες για την ανάγκη να παταχθεί η εγκληματικότητα και να καθαρίσει το κέντρο της αθήνας από όσους έκριναν μιαρούς και ανθυγιεινούς, αυτούς που εκτόξευσαν δημοσκοπικά τη χα επικροτώντας τη ρατσιστική της βία εναντίον των μεταναστών. Δεν ξεχνάμε τη δομικά ρατσιστική πολιτική του ελληνικού κράτους, αλλά και την μετατόπιση όλου του πολιτικού φάσματος προς τα άκρα δεξιά. Τον Δένδια που συνέβαλε στη νομιμοποίηση της φασιστικής βίας, κυρίως με το δόγμα «νόμος και τάξη». Ή το προεκλογικό παραλήρημα του Σαμαρά περί «ανακατάληψης των πόλεών μας»• τις σκούπες του Ξένιου Δία σε μετανάστες και τρανς• το κυνήγι των Ρομά• τη δίωξη των οροθετικών γυναικών το Μάιο του 2012 και την καμπάνια για τη σωτηρία της ελληνικής οικογένειας. Την επαναφορά από τον Άδωνη Γεωργιάδη της υγειονομικής διάταξης του Λοβέρδου, βάσει της οποίας έγιναν οι συλλήψεις και οι εξαναγκαστικοί ιατρικοί έλεγχοι και που είχε καταργηθεί, μετά από αντιδράσεις φορέων εντός και εκτός συνόρων. Να μην ξεχάσουμε και την ελληνική δικαιοσύνη που με τη στάση της στην υπόθεση Κ. Πλεύρη, δήλωσε ότι δεν στοιχίζει τίποτα να βρίζεις, να συκοφαντείς, να αποκαλείς κάποιον «υπάνθρωπο» διασπείροντας τον εξοντωτικό αντισημιτισμό ή τις οχτώ διαδοχικές αναβολές της δίκης της Σκορδέλη για τα μαχαιρώματα που προαναφέραμε. Φυσικά, από το κάδρο δεν λείπουν και οι εκλεκτικές συγγένειες των δημοσιογράφων με την ακροδεξιά. Όταν το Μάρτιο του 2011 ο Παπαχελάς έπλεκε το εγκώμιο του Καρατζαφέρη και του Λάος, μιλώντας για τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα του κόμματος και προτρέποντας ουσιαστικά τη νέα δημοκρατία να υιοθετήσει την ατζέντα του περί νόμου και τάξης, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ανοίγει το δρόμο για την είσοδο της χ.α στη βουλή. Τι καλύτερο εξάλλου από το να σε αντιπροσωπεύουν οι αυθεντικοί εκπρόσωποι της ακροδεξιάς… Στη συνέχεια, είχαμε και την αντιμετώπισή τους σαν ισάξιους συνομιλητές σε διάφορα κανάλια, με αποκορύφωμα την εκπομπή του Γ. Τράγκα, όπου ως μοναδικοί καλεσμένοι παρουσίασαν το πολιτικό τους όραμα χωρίς παρεμβολές, ενώ ο δημοσιογράφος προσπάθησε μάλιστα να μας πείσει ότι διαφωνεί σε πολλά πράγματα μαζί τους, αλλά αναρωτιέται «ένα εκατομμύριο έλληνες είναι ναζί που τους στηρίζουν;» ή κάπως έτσι, τέλος πάντων, το διατύπωσε. Για να καταλήξουμε, στο πρόσφατο σχόλιο του δαιμόνιου Μπ. Παπαδημητρίου, «γιατί όχι μια σοβαρότερη χρυσή αυγή να μην τη δεχτούμε να υποστηρίξει μια συντηρητική συμμαχία;». Να μην τα ξεχάσουμε όλα αυτά λοιπόν γιατί αυτές οι στάσεις, αντιλήψεις και πρακτικές έδωσαν το μήνυμα σε κάθε λογής ρατσιστές και φασίστες ότι μπορούν κι αυτοί να χτυπάνε τα θύματα τους ανενόχλητοι, χωρίς επιπτώσεις. Όλα αυτά που δήλωναν ότι κάποιες ζωές εξαιρούνται από την έννοια του πολίτη, από την προστασία του νόμου, όλα αυτά άρα που καθιστούσαν κάποια σώματα ευάλωτα σε κάθε είδους ρατσιστικές επιθέσεις.
Με αυτά ως δεδομένα ζούμε τις εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος. Και για τις διώξεις των φασιστών νιώθουμε σίγουρα χαρά και μια κάποια ανακούφιση, που όσο δεν γίνεται αντικείμενο πολιτικής επεξεργασίας παραμένει μάλλον ιδιωτική και διαχωρισμένη. Ακόμα κι αν οι διώξεις αυτές έγιναν σ’ ένα πλαίσιο που δεν επιλέξαμε, διατηρούν ορισμένα αντιρατσιστικά επίδικα, απέναντι στα οποία δεν μπορούμε να παραμείνουμε αδιάφορες. Γιατί αν αγνοήσουμε στο πολιτικό παρόν τους τα ζητήματα αυτά, τότε δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να τα μεταθέσουμε σε ένα μεταφυσικό Αλλού που δεν θα ’ρθει ποτέ για τα ίδια τα θύματα. Αντίθετα, κάθε τέτοια στιγμή του πολιτικού χρόνου είναι τόσο πολύτιμη, ώστε να ερχόμαστε αντιμέτωπες με την ευθύνη να την αναδεικνύουμε με τα χαρακτηριστικά που επιλέγουμε. Με δεδομένο το πολιτικό παρόν του κρατικού και κοινωνικού ρατσισμού, δε θα μπορούσαν οι διώξεις εναντίον των ναζί να γίνουν βάσει ενός αντιρατσιστικού νόμου, ενός νομικού πλαισίου που να θεσμοθετείται από τη σκοπιά των θυμάτων και όχι από αυτή της δημόσιας τάξης, της ασφάλειας του πολίτη και της εθνικής συνοχής. Ενός νομικού πλαισίου που να επισημαίνει ότι οι ρατσιστικές εκφράσεις, οι ύβρεις και οι κάθε λογής συκοφαντίες αίματος δεν συνιστούν μία άποψη ανάμεσα στις άλλες, αλλά εγκλήματα που ανοίγουν το δρόμο για το επόμενο λυντσάρισμα, τον επόμενο ξυλοδαρμό. Είδαμε άλλωστε την υγειονομική διάταξη Λοβέρδου να επανέρχεται σε ισχύ, είδαμε την κατάργηση του νόμου περί ιθαγένειας, είδαμε προβεβλημένα στελέχη της χα να μην προφυλακίζονται. Οι τρεις κρατικές αστυνομικές επιχειρήσεις που διενεργούνται στο κέντρο της Αθήνας από την άνοιξη του 2012 στοχοποιούν τους ίδιους ανθρώπους που τώρα ισχυρίζονται ότι προστατεύουν. Μετά την προφυλάκιση των οροθετικών γυναικών, οι επιχειρήσεις Ξένιος Δίας και Θέτις οδήγησαν και εξακολουθούν να οδηγούν, εν μέσω όλων αυτών των εξελίξεων, μετανάστες/ τριες κυρίως, αλλά και τοξικοεξαρτημένους/ ες στα κέντρα κράτησης που υπάρχουν σε όλο το εύρος της ελληνικής επικράτειας και στις εξαθλιωτικές, απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης εκεί.
Παρόλα αυτά, η δίωξη της χα σαν εγκληματικής οργάνωσης, πέραν του ότι φαίνεται να αποβαίνει ηθικά και υλικά επιζήμια για τους χρυσαυγίτες, συμπυκνώνει κι ένα αίτημα δικαιοσύνης. Ένα αίτημα δικαιοσύνης από τη σκοπιά των θυμάτων των φασιστών, ένα αίτημα που δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε εύκολα. Αντίθετα, υποστηρίζουμε πως οι διώξεις μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν επικουρικά δίπλα στους αγώνες των ίδιων των μεταναστών, να διευρύνουν το έδαφος για τον αυτοκαθορισμό και τις διεκδικήσεις τους. Οι δίκες πρέπει να πολιτικοποιηθούν ως δίκες ρατσιστών και όχι απλά εγκληματιών και μαφιόζων. Θεωρούμε μεγάλη πολυτέλεια κι έκφραση προνομίου το να μπαίνουμε στην κουβέντα για το τι κρύβεται πίσω από τις διώξεις των ναζί, γιατί επιλέχθηκε αυτός ο πολιτικός χρόνος κλπ. Πολλές ερμηνείες μπορούν να δοθούν στα γεγονότα και πολλοί φόβοι μπορούν να εκφραστούν. Όλα όμως, άσχετα με το γεγονός πως η Χ.Α φαίνεται να έρχεται αντιμέτωπη με ευθύνες που το κράτος φρόντιζε για καιρό να καλύπτει και να θάβει. Και αυτό αποτελεί μια μικρή έστω δικαίωση για όλους αυτούς που υπέστησαν τα εγκλήματά της. Και η δικαίωση αυτή δεν σχετικοποιεί τις ευθύνες κανενός. Το αντίθετο. Τώρα είναι που πρέπει να επιμείνουμε ακόμα πιο επιτακτικά και άμεσα στους αντιφασιστικούς και αντιρατσιστικούς αγώνες. Έχουμε ευθύνη απέναντι στα θύματα του ρατσισμού, έχουμε ευθύνη απέναντι στις εαυτές μας να μην τη γλιτώσουν, όχι τόσο εύκολα.
Συνέλευση ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα 10/2013
(1) Hate on the Streets – Xenophobic Violence in Greece, Human Rights Watch, 2012, σελ.18
(2) http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_09/04/2013_492611